- κακοζώητος
- κακοζωϊσμένος, η , ο проживший трудную жизнь; живущий в бедности, в нужде
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοζώητος — η, ο [κακοζώ] αυτός που ζει μέσα σε στερήσεις, αυτός που ζει φτωχή και άθλια ζωή … Dictionary of Greek
κακοζώητος — η, ο που ζει ή που έζησε κακή (ταλαίπωρη) ζωή, ο κακοπερασμένος, κακοζωισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)